-
1 θαλάσσιος
θᾰλάσσ-ιος, later [dialect] Att. [suff] θᾰλάσς-ττιος, α, ον, also ος, ον E.IT 236: ([etym.] θάλασσα):—A of, in, on, or from the sea,οὔ σφι θ. ἔργα μεμήγει Il.2.614
;κορῶναι εἰνάλιαι, τῇσίν τε θ. ἔργα μέμηλεν Od.5.67
;θ. βίος Archil.51
;χέλυς Alc.51
; θ. ἀνέμων ῥιπαί, κλύδων, Pi.N.3.59, E.Med.28;Χάριτες Lyr.Adesp.85.11
; ὁ θ. [Ποσειδῶν] Ar.Pl. 396; of animals, opp. χερσαῖα, Hdt.2.123, cf. Pl. Euthd. 298d, Arist.HA 487a26; πεζοί τε καὶ θ. landsmen and seamen, A.Pers. 558 (lyr.); θ. ἐκρῖψαί τινα to thro wone into the sea, S.OT 1411; θ. νεκρός, of one drowned, Thgn.1229; πλοῖον θ. sea-going vessel, POxy.1288.6 (iv A.D.).II θαλάσσιαι, αἱ, name of certain priestesses at Cyzicus, CIG3657.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλάσσιος
-
2 ὑπόστασις
A as an act, standing under, supporting,ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ καὶ ὁ αὐχὴν τοῦ ἄρθρου.. ὑπὸ συχνῷ μέρει τοῦ ἰσχίου τὴν ὑ. πεποίηται Hp.Art.55
; [τοὺς προσθίους πόδας] ἔχουσιν.. οὐ μόνον ἕνεχ' ὑποστάσεως τοῦ βάρους Arist.PA 659a24
;ἐνεπάγην εἰς ἰλὺν βυθοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὑ. LXX Ps.68(69).3
.2 resistance,τοῦ κύματος Arist.Mete. 368b12
(unless = settling down); so perh. in Hp.Off.3, Ael.Fr.59.B as a thing,I in liquids, that which settles at the bottom, sediment, Hp.Steril.242, Arist.HA 551b29, Mete. 382b14, Thphr.HP 9.8.3; esp. of sediment in the urine, Hp.Coac. 146, 389, Aph.4.69, al., Gal.6.252, al.; but the urine itself is called ἡ ὑ. ἡ εἰς τὴν κύστιν, Arist. Mete. 358a8;ἡ τῆς ὑγρᾶς τροφῆς ὑ. Id.PA 647b28
; ἐκ τῶν νεφρῶν ἡ γιγνομένη ὑ. ib. 671b20; also of the dry excrement, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑ. ib. 647b28, cf. 677a15, Mete. 358b9.b an accumulation of pus, abscess, Hp.Art.40.2 νέφους ὑποστάσεις cloud-cumuli, D.S.1.38.4 metaph. of time, duration,ἡ στιγμιαία τῶν καιρῶν ὑ. Gal.19.187
; μνήσθητι τίς μου ἡ ὑ. remember how short my time is, LXX Ps.88(89).48; ἡ ὑ. μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου mine age is as nothing before thee, ib.38(39).6; ἐφ' ὅσον αὐτοῦ (sc. Ἕκτορος) ἡ ὑ. τῶν χρόνων ὑπῆρχεν as long as his store of years lasted, Vett.Val.347.14.5 coming into existence, origin,ἡ ὑ. μου ἐν τοῖς κατωτάτω τῆς γῆς LXX Ps.138(139).15
;περὶ τοῦ γένους.. τῶν Ἰουδαίων.. ὅτι.. τὴν πρώτην ὑ. ἔσχεν ἰδίαν J.Ap.1.1
; ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑ. καθ' ἑαυτήν has no power of originating by itself, Hermog. Id.1.10.II foundation or substructure of a temple, etc., LXX Na.2.7, D.S.1.66, 13.82; ὑποστάσεις ἐπάλξεων lower part of a crenellated wall, Ph.Bel.84.9; ὑ. ξύλου is f.l. for ὑπότασις ξ. in Hp. Mochl.25.2 metaph. of a narrative, speech, or poem, ground-work, subject-matter, argument, Plb.4.2.1, D.S.1.3, etc.3 plan, purpose, Id.16.32;κατὰ τὴν ἰδίαν ὑ. Id.1.28
, 15.70;πρὸς τὴν ἰδίαν ὑ. Id.1.3
; οἱ Αἰγύπτιοι.. ἰδίᾳ τινὶ ὑ. κεχρημένοι εἰσί (sc. in their calendar) Gem.8.16, cf. 25;κατὰ τὴν Καίσαρος ὑ. BMus.Inscr.892.21
(Halic., i B. C./i A. D.).4 confidence, courage, resolution, steadiness, of soldiers, Plb.4.50.10,6.55.2; hope,ἔστι μοι ὑ. τοῦ γενηθῆναί με ἀνδρί LXX Ru.1.12
; ἀπώλετο ἡ ὑ. αὐτῆς ib.Ez.19.5, cf. Ep.Hebr.3.14;ἡ ὑ. τῆς καυχήσεως 2 Ep.Cor.11.17
, cf. 9.4; ἔστιν δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις confidence in things hoped for, Ep.Hebr.11.1 (unless substance be the right sense here).5 undertaking, promise,οἱ ὑπογεγραμμένοι γεωργοὶ ἐπέδωκαν ἡμῖν ὑπόστασιν PEleph.15.3
(iii B. C.), cf. PTheb.Bank1.8 (ii B. C.), PTeb.61 (b). 194 (ii B. C.).6 Astrol., τὰ τούτου (sc. κλήρου τύχης) τετράγωνα ὑπόστασις (fort. - στάσεις) [λέγεται] Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).227.III substantial nature, substance, δύσσχιστα, τῷ κολλώδη τὴν ὑ. ἔχειν woods hard to cleave, because of their resinous substance, Thphr.CP5.16.4; ἡ τοῦ γεώδους ὑ. ib.6.7.4.2 substance, actual existence, reality (οἱ νεώτεροι τῶν φιλοσόφων ἀντὶ τῆς οὐσίας τῇ λέξει τῆς ὑ. ἐχρήσαντο Socr. HE3.7
), opp. semblance,φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑ. δὲ μή Artem.3.14
; τῶν ἐν ἀέρι φαντασμάτων τὰ μέν ἐστι κατ' ἔμφασιν, τὰ δὲ καθ' ὑπόστασιν (substantial, actual), Arist.Mu. 395a30, cf. Placit.3.6, D.L.7.135, 9.91; so ὑποστάσεις are the substances of which the reflections ([etym.] αἱ κατοπτρικαὶ ἐμφάσεις) appear in the mirror, Placit.4.14.2; ὑ. ἔχειν have substantial existence, Demetr.Lac.Herc.1055.14, S.E. P.2.94, 176, M.Ant.9.42; ἰδίᾳ χρησάμενον ὑποστάσει ( ὑποτάσει cod.), πρὸς ἰδίαν ὑ. φυτευθέντα, a separate existence, Sor.1.96, cf. 33;ὑπόστασιν μὴ ἔχειν Id.2.57
;ὑποστάσεις τε καὶ μεταβολαί M.Ant.9.1
, cf. 10.5; [ἡ παρασιτικὴ] διαφέρει καὶ τῆς ῥητορικῆς καὶ τῆς φιλοσοφίας.. κατὰ τὴν ὑ. (in respect of reality)· ἡ μὲν γὰρ ὑφέστηκεν, αἱ δὲ οὔ Luc. Par.27
;κατ' ἰδίαν ὑ. καὶ οὐσίαν S.E.M.9.338
.3 real nature, essence,χαρακτὴρ τῆς ὑ. Ep.Hebr.1.3
.IV as a Rhet. figure, the full expression or expansion of an idea, Hermog.Id.1.11, Aristid. Rh.1p.479S., Syrian. in Hermog.1.60 R.VI wealth, substance, property, ib.De.11.6, Je.10.17, POxy.1274.15 (iii A. D.), BGU1020.16 (vi A. D.), etc.2 pl., title deeds, documents recording ownership of property, POxy.237 viii 26 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόστασις
-
3 πρόειμι
A ibo) go forward, advance,κατὰ βραχὺ προϊών Th.1.64
;ὀλίγα βήματα προϊόντες X.Cyr.7.5.6
;π. τῆς ὁδοῦ X.Eph.4.3
; of the Nile Delta, προϊούσης τῆς χώρης as it advanced (by deposit from the water), Hdt.2.15.2 of Time, προϊόντος τοῦ χρόνου as time went on, Id.3.96; προϊούσης τῆς πόσιος, π. τοῦ συμποσίου, Id.6.129, X.Cyr.8.4.13:προϊούσης τῆς νυκτός Id.An.2.2.19
; π. τῆς ἡλικίας, τῆς συνουσίας, Pl.Phdr. 279a, Tht. 150d; προϊόντος τοῦ λόγου, τοῦ ᾄσματος, Id.Phdr. 238d, Prt. 339c; τοῦ προϊόντος ἔτους the current year, BGU 1126.6(i B.C.):ἡ ἐργασία κατὰ τοὺς τρεῖς χρόνους π. Hermog.Prog. 9
.3 proceed, continue, προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων going on reading, Pl.Phd. 98b;πρόϊθί γε ἔτι εἰς τοὔμπροσθεν Id.Grg. 497a
, cf. Lg. 842a;ὁ λόγος προΐτω Plot.2.4.4
.4 go first, go in advance, X.Cyr.1.5.14, 2.2.6: c. gen., go before or in advance of,τῆς ἄλλης στρατιῆς Hdt.1.80
: metaph.,π. τοῦ καιροῦ X.Cyr.6.3.29
.5 go forth,θύρασι Ar.Th.69
;π. ἔξω τῆς φάλαγγος X.Lac.12.3
codd.;π. τοῦ οἴκου Hdn.1.17.4
; appear in public,ἐν ἐρεᾷ ἐσθῆτι PGnom. 182
(ii A.D.).6 π. εἴς τι pass on to, begin another thing, X.Eq.10.13;π. εἰς ἄπειρον Arist.EN 1094a20
, Ph. 209a26: hence, become,ἐξ οἰκέτου δεσπότης π. Luc.Nigr.20
.7 of an action,π. ἐπὶ τὸ λῷον
succeed,X.
Vect.6.3.------------------------------------A sum) to be before, τά τ' ἐσσόμενα πρό τ' ἐόντα things which were before, Il.1.70; οἱ προόντες γεωργοί the former cultivators, PTeb.379.12(ii A.D.); αἱ προοῦσαι τάξεις the previous positions, Ael. Tact.29.10; but, οἱ προόντες those who were there before (and still are there), Ath.9.391d;ἀνῳκοδόμησα ἐπὶ προοῦσι θεμελίοις ἀρχαίοις Sammelb.5232.19
(i A.D.); τῇ προούσῃ αὐτοῦ γυναικί his present wife, PSI1.36a5,27(i A.D.), cf. PRyl.154.4(i A.D.);τὰ προεσόμενα Plu. 2.586f
(s.v.l.); also τοῖς προοῦσι δίδωμι the aforesaid, POxy.580(ii A.D.).II προεσόμενα, = profutura, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόειμι
-
4 βασιλικός
A royal, kingly,ποιέεις οὐδαμῶς -κά Hdt.2.173
;β. γένος A.Pr. 869
; β. [μοναρχία] Pl.Plt. 291e; opp. τυραννικός, Arist.Pol. 1285b3; βασιλικοὶ ἀπέβησαν proved themselves truly kingly, Plb.8.10.10;βασιλικόν [ἐστι] πράττειν μὲν εὖ, κακῶς δ' ἀκούειν Arr.Epict.4.6.20
;ἦθος β. X. Oec.21.10
;τὸ β. Id.Cyr.1.3.18
: βασιλική (sc. τέχνη), ἡ, art of ruling, Andronic.Rhod.p.574M.: [comp] Comp.- ώτερος Herm.
ap. Stob.1.49.45, Jul.Or.2.54d: [comp] Sup.βασιλικώτατος καὶ ἄρχειν ἀξιώτατος X.An.1.9.1
, cf. Isoc.2.29;- ωτάτη χάρις Plu.Alex.21
. Adv.-κῶς, παρών
as a king, with kingly authority,X.
Cyr.1.4.14;β. ἄρχειν Arist.Pol. 1259b1
.2 of or belonging to a king, οἱ β. the king's friends or officers, Plb.8.12.10; ἐγκλήματα β. charges of high-treason, Id.25.3.1; ὀφειλήματα β. debts to the king, ib.3;β. πρόσοδοι PPetr.3p.56
; γραμματεύς (cf. 11.1 ) Wilcken Chr.233.2 (ii B.C.), etc.;γεωργοί PTeb.5.200
(ii B.C.), etc.; ὁδὸς β. the king's highway, LXXNu.20.17, PPetr.3p.65(iii B.C.); μὴ εἶναι β. ἀτραπὸν ἐπὶ γεωμετρίαν no royal road, Euc. ap.Procl.in Euc.p.68F.;β. νόμος OGI483.1
, Ep.Jac.2.8; αἱ β. βίβλοι the books of Kings, Ph.1.427.b β. κύμινον, = ἄμι, Dsc.3.62.II as Subst.,1 βασιλικός (sc. γραμματεύς), ὁ, official in Egyptian νομοί, POxy.1219.15 (iii A. D.).b (sc. οἶκος) basilica, CIG2782.25 ([place name] Aphrodisias).d (sc. ἀστήρ) = βασιλίσκος v, Cat.Cod.Astr.7.201.23.2 βασιλικὴ στοά hall divided into aisles by columns, IG12(3).326.18 ([place name] Thera), Str.5.3.8 (pl.); β. alone, OGI511.15 ([place name] Aezani), Lat. basilica, Vitr.5.1.4,6.3.9, cf. Plu.Publ.15, Cat.Mi.5, App.BC2.26.3 βασιλικόν (sc. ταμιεῖον), τό, treasury, εἰς τὸ β. ἀπομετρῆσαι, τελεῖν, PSI4.344.17 (iii B.C.), D.S.2.40, etc.;ὀφείλειν PRev.Laws5.1
, al.; royal bank, OGI90.29 ([place name] Rosetta), PRein.13.19, al., BGU830.18 (i A. D.).b (sc. δῶμα) palace, D.C. 60.4.d (sc. φάρμακον) name for various remedies, = τετραφάρμακον, Gal.12.601; of other compounds, ibid.; a plaster, Id.13.184; an eyesalve, Id.12.782 (also -κός, ὁ, a bandage, Id.18(1).777).e (sc. φυτόν) basil, Ocimum basilicum, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασιλικός
-
5 δραγατεύω
δραγατεύω (Thess. IIIa)Grammatical information: v.Meaning: prob. `watch a land with cereals or a vinyard' (Thess. IIIa)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From δραγάτης *`cutter, labourer in the fields', NGr. `id.' ( ἀρχιδραγάτης Ankyra IIp); to δράσσομαι (s. d.) after ἐργατεύομαι: ἐργάτης, Zingerle Glotta 15, 70ff.. Z. adduces: δραξών ἐν Σικελίᾳ ἱερόν..., εἰς ὅ οἱ γεωργοὶ εὑχὰς ἔπεμπον, ὅθεν καὶ δραξόνες ( δρασοντες cod.) ἐκλήθησαν H.; see Latte ad loc. Also Georgacas Orbis 4 (1956) 91ff.Page in Frisk: 1,413-414Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δραγατεύω
-
6 ὅστις
ὅστις, ἥτις, ὅ τι (Hom.+.—On the orthography of ὅ τι s. W-S. §5, 6; Mlt-H. 179); in our lit. as well as in the pap occurring usu. in the nom.① any person, whoever, every one who, in a generalizing sense:ⓐ w. pres. ind. foll. Mt 5:39; 13:12ab; Mk 4:20; 8:34 v.l.; Lk 14:27; Gal 5:4. Pleonastically πᾶς ὅστις Mt 7:24.ⓑ w. the aor. ind. Ro 11:4; Rv 1:7; 20:4. πᾶς ὅστις Mt 19:29.ⓒ w. fut. ind. Mt 5:41; 18:4; 23:12ab; πᾶς ὅστις 10:32.ⓓ w. aor. subj. (ApcSed 16:5) Mt 10:33 v.l.; Js 2:10. But s. on this B-D-F §380, 4; Rob. 959; Kühner-G. II 426, 1.ⓔ w. ἄν (ἐάν), whereby the indefiniteness of the expr. is heightened:α. w. the pres. subj. J 2:5; 1 Cor 16:2; Gal 5:10; Col 3:17 (πᾶν ὅ τι ἐάν).β. w. the aor. subj. Mt 10:33 (s. d above); 12:50; Mk 6:23; Lk 10:35; J 14:13; 15:16; Ac 3:23.② undetermined person belonging to a class or having a status, who, one whoⓐ to indicate that persons (or things) belong to a certain class (such a one) who ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ a leader who will shepherd Mt 2:6. εὐνοῦχοι οἵτινες 19:12abc; γεωργοὶ οἵτινες 21:41. παρθένοι, αἵτινες 25:1. τινὲς τῶν ὧδε ἑστώτων, οἵτινες 16:28; Mk 9:1. προφήτας, οἵτινες τὴν ἀπλανῆ θεοσέβειαν ἐκήρυσσον prophets who proclaimed the correct devotion to God AcPlCor 2:10.ⓑ to emphasize a characteristic quality, by which a preceding statement is to be confirmed who (to be sure, by his very nature), in so far as προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν οἵτινες ἔρχονται ἐν ἐνδύμασι προβάτων beware of the false prophets, who come in sheep’s clothing Mt 7:15. βαπτισθῆναι τούτους οἵτινες τὸ πνεῦμα ἔλαβον who (indeed) Ac 10:47. οἵτινες ἐδέξαντο τὸν λόγον in so far as they received the word 17:11. οἵτινες μετήλλαξαν since indeed they had exchanged Ro 1:25; cp. vs. 32; 2:15; 6:2. ἀσπάσασθε Mαρίαν ἥτις remember me to Mary, who certainly 16:6; cp. vss. 4, 7, 12. ψευδαδέλφους, οἵτινες παρεισῆλθον bogus members, the kind who sneaked in Gal 2:4. Cp. Phil 2:20; Eph 4:19; 1 Ti 1:4; Tit 1:11 al. in Paul (B-D-F §293, 4; Rob. 728); Hb 8:5; 10:11; 13:7; AcPlCor 2:19, 25 (condemnation of gnostics, with samples of their positions); 2:21 (an urgent warning to avoid them). Sim. Ἀβραάμ, ὅστις ἀπέθανεν who died, as you know J 8:53. φονεῖς ἐγένεσθε, οἵτινες ἐλάβετε … who, to be sure, received … Ac 7:53. σαρκικαὶ ἐπιθυμίαι, αἵτινες στρατεύονται κατὰ τῆς ψυχῆς 1 Pt 2:11. οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν who, to be sure, have not learned Rv 2:24.—Yet many of the passages already mentioned may be classed under the following head (3), and some that are classed there may fit better in this one (2).③ Quite oft. ὅστις takes the place of the simple rel. ὅς, ἥ, ὅ; this occurs occasionally in ancient Gk. usage (s. Hdt. 4, 8, 1 al.; Thu. 6, 3, 1; Demosth. 38, 6; 17; Kühner-G. II 399f; Schwyzer II 643 lit.), but more freq. in later Gk. (W-S. §24, 14d; B-D-F §293; Mlt. 91f; Rdm.2 75; 77; 226; Psaltes, Grammatik [Byz.] 198; POxy 110, 3; PFay 108, 7 [both II A.D.]; Mayser II/3, 57. On the LXX s. Thackeray 192; TestJob 47:1; ParJer 7:8; Just., D. 88, 1; Tat. 41, 1), esp. in Luke’s writings: to explain a word or a thing εἰς πόλιν Δαυὶδ ἥτις καλεῖται Βηθλέεμ Lk 2:4 (Hdt. 2, 99 πόλιν ἥτις νῦν Μέμφις καλέεται). τὴν χώραν τ. Γερας. ἥτις ἐστὶν ἀντιπέρα τ. Γαλιλαίας 8:26. ἄνδρες δύο … οἵτινες ἦσαν Μωϋσῆς κ. Ἠλίας 9:30. Cp. 12:1; Ac 16:12; Hb 9:2, 9; Rv 11:8. τῇ δὲ ἐπαύριον ἥτις ἐστὶν μετὰ τὴν παρασκευήν Mt 27:62 (POxy 110, 3 αὔριον ἥτις ἐστὶν ιε´). τὸν Βαραββᾶν ὅστις ἦν … βληθεὶς ἐν τῇ φυλακῇ Lk 23:19. μετὰ τῶν στασιαστῶν δεδεμένος οἵτινες … φόνον πεποιήκεισαν Mk 15:7. οἰκοδεσπότης ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα Mt 21:33. οἰκοδεσπότης ὅστις ἐξῆλθεν 20:1. Cp. 27:55; Lk 7:39; 8:43; Ac 8:15; 11:20, 28; 12:10; 13:43; 17:10; 21:4; 23:14, 21, 33; 24:1; 28:18; 2 Ti 2:18. βλέπειν τὴν φωνὴν ἥτις ἐλάλει Rv 1:12. τὴν γυναῖκα ἥτις ἔτεκεν 12:13.④ The use of ὅ τι as an interrogative term in the NT is complicated by textual variants (s. PKatz, TLZ 82, ’57, 114; 83, ’58, 318; B-D-F §300).ⓐ In an indir. quest. (Just., D. 5, 1; 23, 2 λαληθήσεταί σοι ὅ τί σε δεῖ ποιεῖν Ac 9:6 is well attested, but was rejected by Blass (s. B-D-F §300, 1), though not by Rob. 730f.ⓑ As dir. quest. (also written ὅτι in scriptio continua: s. the vv.ll., orig. prob. glosses marking the question, Ath. 34, 1 ὅτι ἂν εἴποιμι τὰ ἀπόρρητα; For LXX s. B-D-F §300, 2) ὅτι οὗτος οὕτως λαλεῖ; why does this man/fellow speak this way? Mk 2:7 v.l. ὅτι μετὰ τῶν τελωνῶν … ἐσθίει; why does (Jesus) eat with tax-collectors? Mk 2:16b (vv.ll. τί ὅτι, διὰ τί or διατί); 9:11a, 28; ὅτι δὲ τὸ ἔριον ἐπὶ τὸ ξύλον; why the wool on the wood? 8:5; ὅτι οὖν … πάντες οὐ μετενόσαν; why, then, … did they not all repent? Hs 8, 6, 2 (on debate relating to these pass. s. B-D-F §300, 2; s. also Field, Notes 33; Mlt-Turner 49; MBlack, An Aramaic Approach3, ’67, 119–212.—ὅτι=‘why’ in indir. questions Thu. 1, 90, 5; Jos., Ant. 6, 236; 12, 213; Gen 18:13 A; Black, 119, cites Turner, JTS 27, 1925, 58ff in support of this usage in Mk 8:16f; 14:60 v.l.; cp. B-D-F §300, 2).⑤ On τὴν ἀρχὴν ὅ τι καὶ λαλῶ ὑμῖν J 8:25 s. ἀρχή 1a, end.—B-D-F §300, 2; Rob. 730.⑥ The prepositional phrases ἀφʼ ὅτου (Diod S 2, 31, 9) Lk 13:25 D, ἕως ὅτου (s. ἕως 1bβב; PGen 56, 19), and μέχρις ὅτου (ἐξ ὅτου ‘ever since’ Just., D. 52, 3; s. μέχρι 2b) are fixed expressions.—HCadbury, The Relative Pronouns in Acts and Elsewhere: JBL 42, 1923, 150ff; Rydbeck, 98–118.—M-M.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Ρουάντα — Κράτος της Κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Ουγκάντα, στα Δ με το Κόνγκο, και στα Α – ΝΑ με την Τανζανία.H Pουάντα βρίσκεται κυριολεκτικά στην καρδιά της «μαύρης» ηπείρου, ανάμεσα στα ηφαιστειακά βουνά που, κατά μήκος της Pιφτ Bάλεϊ,… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… … Dictionary of Greek
Μαδαγασκάρη — Νησιωτικό κράτος του Ινδικού ωκεανού που χωρίζεται από τη νοτιοανατολική ακτή της Αφρικής με τον πορθμό της Μοζαμβίκης.H M. αποτελείται από το ομώνυμο νησί –που είναι το τέταρτο μεγαλύτερο νησί του κόσμου μετά τη Γροιλανδία, τη Nέα Γουινέα και τη … Dictionary of Greek
Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… … Dictionary of Greek
Τατζικιστάν — H δημοκρατία του Tατζικιστάν δημιουργήθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1992. Bρίσκεται στη νοτιοανατολική Kεντρική Aσία και συνορεύει βόρεια και δυτικά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοανατολικά με το Kιργιστάν, ανατολικά με την Kίνα και… … Dictionary of Greek
παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης … Dictionary of Greek